φλαμανδικός

φλαμανδικός
-ή, -ό
επίρρ. και φλαμανδέζικος, -η, -ο επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φλαμανδούς, που προέρχεται από εκεί: Φλαμανδική ζωγραφική.
2. το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ., φλαμανδική, η και φλαμανδέζικη, η και φλαμανδικά, τα και φλαμανδέζικα, τα σύνολο διαλέκτων της νότιας Ολλανδίας που μιλιούνται και σε τμήμα του Βελγίου και στις γαλλικές περιοχές της Δουνκέρκης και του Χάζεμπρουκ.
3. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., φλαμανδικά και φλαμανδέζικα με τον τρόπο των Φλαμανδών, στη γλώσσα των Φλαμανδέζων: Συνεννοούνται φλαμανδικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φλαμανδικός — ή, ό, Ν [Φλαμανδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φλάνδρα ή στους Φλαμανδούς («φλαμανδική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Φλάνδρα 3. φρ. α) «φλαμανδική σχολή» i) μουσ. ύφος μουσικής σύνθεσης που κυριάρχησε στην… …   Dictionary of Greek

  • φλαμέγκο — και φλαμένκο, το, και φλαμένκα, η, Ν είδος ισπανικού χορού και μιας αντίστοιχης μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. flamenco «φλαμανδικός, τσιγγάνικος, φανταχτερός»] …   Dictionary of Greek

  • Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… …   Dictionary of Greek

  • Γκεζέλε, Γκίντο — (Guido Gezelle, Μπριζ 1830 – 1899). Φλαμανδός ποιητής. Γιος κηπουρού, σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο του Ρουλέρ, όπου και δίδαξε μετά τη χειροτόνησή του. Αλλά η επαναστατική μέθοδος που χρησιμοποιούσε στη διδασκαλία των γλωσσών και ο φλαμανδικός… …   Dictionary of Greek

  • φλαμανδέζικος — η, ο επίρρ. α βλ. φλαμανδικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”